- ἐκκρούειν
- ἐκκρούωknock outpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… … Dictionary of Greek
ԲԵՒԵՌ — (ի, աց.) NBH 1 486 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 9c, 12c գ. ἦλος clavus որ եւ ՍԵՒԵՌ, ՀԵՂՈՅՍ. Կոտոր երկաթոյ կամ այլ ինչ կարծր նիւթոյ՝ սրածայր, ʼի պնդել զայլեւայլ իրս ընդ միմեանս. գամ. մըխ ... լիվի (որ է սէպ).… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)